διονύσιος

διονύσιος
I
Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο).
II
Όνομα τυράννων των Συρακουσών.
1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.). Υπήρξε μία από τις πιο αντιπροσωπευτικές πολιτικές φυσιογνωμίες σε ολόκληρη την ιστορία των Ελλήνων της Σικελίας. Ακολούθησε την πολιτική του Ερμοκράτη, του οποίου είχε παντρευτεί την κόρη.
Εξελέγη στρατηγός το 406 π.Χ., όταν οι Καρχηδόνιοι κατέστρεψαν τον Ακράγαντα. Σύντομα παραμέρισε τους άλλους στρατηγούς και συγκέντρωσε όλη την εξουσία στα χέρια του, παίρνοντας τον τίτλο του στρατηγού αυτοκράτορα, ο οποίος επικυρωνόταν τυπικά κάθε χρόνο. Με την υποστήριξη του λαού, αλλά έχοντας πάντα αντιπάλους τους αριστοκρατικούς, συγκρότησε μία πιστή σωματοφυλακή για να διασφαλίσει την εξουσία του και το 404 σύναψε ειρήνη με δυσμενείς όρους με τους Καρχηδόνιους. Στην προσπάθειά του να επαναφέρει την ειρήνη και την τάξη στο κράτος του με κάθε μέσο, εξόρισε τους πολιτικούς του αντιπάλους και δήμευσε τα αγαθά τους προς όφελος των φίλων και υποστηρικτών του. Αφού έλυσε τα εσωτερικά προβλήματα, έθεσε σε εφαρμογή στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. ένα τολμηρό σχέδιο στρατιωτικής επέκτασης στη Σικελία και στη Μεγάλη Ελλάδα. Κατέλαβε τη Νάξο της Σικελίας και εγκατέστησε κληρούχους στην Κατάνη, στους Λεοντίνους και σε άλλες πόλεις της Σικελίας. Το 398 όμως δεν μπόρεσε να αποφύγει τη σύγκρουση με τους Καρχηδόνιους, οι οποίοι αφού νίκησαν τον στόλο του στα ύδατα της Κατάνης, πολιόρκησαν τις Συρακούσες. Μια επιδημία, όμως, τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν την πολιορκία της πόλης. Λίγο αργότερα, αφού υπέγραψε ανακωχή με την Καρχηδόνα, o Δ. επανήλθε στο παλιό φιλόδοξο σχέδιό του να ενώσει υπό την εξουσία του όλους τους Έλληνες της Ιταλίας εναντίον των βαρβάρων, δηλαδή των Καρχηδονίων και των Ιταλιωτών. Έτσι, το 388 βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν συνασπισμό των ελληνικών πόλεων της Κάτω Ιταλίας, υπό την ηγεσία της πόλης Ρήγιο. Κατόρθωσε να κερδίσει και έπειτα από δύο χρόνια κατέστρεψε και το ίδιο το Ρήγιο. Στα αμέσως επόμενα χρόνια, ενώ η δημοτικότητά του άρχισε να μειώνεται εξαιτίας των συνεχών πολέμων και των ολοένα βαρύτερων φόρων, o Δ. επιχείρησε σειρά εκστρατειών στη νότια και κεντρική Ιταλία (πολέμησε επίσης και εναντίον των Ετρούσκων και υποστήριξε τους Σπαρτιάτες στη διένεξή τους με τους Κορινθίους). Ίδρυσε διάφορες αποικίες στην Αδριατική, μία από τις οποίες ήταν και η Ανκόνα. Νέος πόλεμος κατά της Καρχηδόνας το 383 έληξε με σοβαρή ήττα των Συρακουσίων στο Κρόνιο, ύστερα από την οποία ο Δ. αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον Σελινούντα και τις Θέρμες. Το 368 έκανε μία τελευταία προσπάθεια καταλαμβάνοντας τον Σελινούντα και την Έντελα, αλλά ηττήθηκε οριστικά στον Έρικα.
2. Δ. Β’ ο νεότερος (4ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Διονυσίου Α’, τον οποίο διαδέχτηκε το 367 π.Χ. Ήταν αδύναμος χαρακτήρας και άπειρος σε ζητήματα πολέμου και διακυβέρνησης. Προσπάθησε, με τις συμβουλές του Δίωνα, να εγκαθιδρύσει ένα φιλειρηνικό πολίτευμα, εμπνευσμένο από τις ιδέες του Πλάτωνα· διατήρησε τη συμμαχία με τη Σπάρτη, σύναψε ειρήνη με τους Καρχηδόνιους, που βασίστηκε στο status quo, και κάλεσε στην αυλή του τον Πλάτωνα ως δάσκαλο και σύμβουλό του. Πολύ γρήγορα, όμως, άρχισε να δυσπιστεί προς τον Δίωνα, τον οποίο και εξόρισε παρά τις συμβουλές του Αθηναίου φιλοσόφου. Λίγα χρόνια αργότερα (357) o Δίων, επωφελούμενος από την απουσία του Δ. ο οποίος ήταν απασχολημένος με την πολιορκία της Καυλωνίας, επέστρεψε στις Συρακούσες με μισθοφορικό στρατό και κατέλαβε την πόλη. Δολοφονήθηκε όμως το 354 και ο Δ. Β’ κατόρθωσε να ανακαταλάβει τις Συρακούσες το 347, αλλά εκδιώχτηκε και πάλι, αυτή τη φορά οριστικά, από τον τύραννο των Λεοντίνων, Ικέτα, και τους Συρακούσιους επαναστάτες. Αφού πολιορκήθηκε στην ακρόπολη της Ορτυγίας, παραδόθηκε το 344 στον Τιμολέοντα, ο οποίος τον έστειλε στην Κόρινθο, όπου έζησε πολλά χρόνια ακόμα.
Το λεγόμενο «αφτί του Διονυσίου» στις Συρακούσες. Σύμφωνα με την παράδοση, σε αυτή τη σπηλιά έκλεινε ο Συρακούσιος τύραννος τους φυλακισμένους.
Το φρούριο Ευρύαλος στις Συρακούσες, επιβλητικό οχυρωματικό έργο, που κατασκευάστηκε στα χρόνια του Διονύσιου του Πρεσβύτερου.
III
Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας.
1. Αργείος χαλκοπλάστης (α’ μισό 5ου αι. π.Χ.). Ήταν γνωστός από ένα σύμπλεγμα 12 προσώπων που αναπαριστούσαν τον Δία, την Αφροδίτη, την Άρτεμη, την Κόρη, τον Διόνυσο, τον Ασκληπιό, την Υγεία, τον Αγώνα, τον Γανυμήδη, τον Ορφέα, τον Όμηρο και τον Ησίοδο. Το έργο αυτό, που βρισκόταν στον ναό του Ολυμπίου Διός, είχε παραγγείλει στον καλλιτέχνη ο Ρήγιος Μίκυθος, όταν εγκαταστάθηκε στην Τεγέα. Κύριο χαρακτηριστικό του συμπλέγματος ήταν η πολυκλείτεια ισορρόπηση των σωμάτων (δηλαδή η στήριξή τους σε ένα μόνο πέλμα), που φανέρωνε την επίδραση της τέχνης του Πολύκλειτου στον Δ.
2. Δ. ο Κολοφώνιος (5οςαι. π.Χ.). Ζωγράφος. Υπήρξε σύγχρονος του Πολύγνωτου, του οποίου την τεχνοτροπία φαίνεται πως ακολούθησε. Η ζωγραφική του χαρακτηριζόταν από στοιχεία ρεαλισμού. Τα έργα του, όλα άγνωστα σήμερα, διακρίνονταν επίσης για την επίπονη τεχνική τους.
3. Δ. ο Χαλκούς (5ος-4ος αι. π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας και ελεγειακός ποιητής. Επονομάστηκε Χαλκούς, επειδή πρότεινε στους Αθηναίους να αντικαταστήσουν τα αργυρά νομίσματα με χάλκινα. Ηγήθηκε, όπως αναφέρει o Πλούταρχος, της αποστολής των Αθηναίων αποίκων στους Θουρίους της Μεγάλης Ελλάδας και ήταν πιθανώς ο ιδρυτής της Σύβαρης. Διασώθηκαν μόνο εννέα στίχοι του από τον Αθήναιο.
4. Δ. ο Σινωπεύς (4ος-3ος αι. π.Χ.). Κωμικός ποιητής που αναφέρεται από τον Αθήναιο.
5. Αστρονόμος και μαθηματικός (3ος αι. π.Χ.). Με εντολή του Πτολεμαίου Β’ του Φιλάδελφου ταξίδεψε μαζί με τον Μεγασθένη στις Ινδίες και το 285 καθιέρωσε τη νέα αλεξανδρινή χρονολογία.
6. Φιλόσοφος (3ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από την Ηράκλεια του Πόντου. Ήταν μαθητής του στωικού Ζήνωνα και αρχικά υπήρξε ένθερμος οπαδός των θεωριών του και ένας από τους πιο δημιουργικούς εκπροσώπους της σχολής του. Αργότερα, όμως, ύστερα από μια οδυνηρή αρρώστια από την οποία προσβλήθηκε σε μεγάλη ηλικία, αρνήθηκε τη στωική άποψη περί αδιαφορίας στον πόνο, δέχτηκε ότι η οδύνη υπάρχει στα πράγματα και ασπάστηκε τη φιλοσοφία των επικούρειων και του ευδαιμονισμού· γι’ αυτό επονομάστηκε Μεταθεμένος, δηλαδή αυτός που άλλαξε γνώμη. Αυτοκτόνησε σε ηλικία 80 ετών με θεληματική ασιτία.
7. Δ. ο Κυκλογράφος (2ος αι. π.Χ.). Ρόδιος συγγραφέας. Ήταν ιερέας του ναού του Ηλίου στη Ρόδο. Έγραψε τα έργα Ιστορία παιδευτική και Ιστορίαι τοπικαί.
8. Δ. ο Επικούρειος (2ος αι. π.Χ.). Διαδέχτηκε τον Έρμαρχο στη διεύθυνση της σχολής του Επίκουρου.
9. Δ. ο Σιδώνιος (2ος αι. π.Χ.). Αλεξανδρινός γραμματικός. Ήταν μαθητής του Αρίσταρχου. Έγραψε σχόλια για τον Όμηρο και τον Πίνδαρο.
10. Δ. ο Κυρηναίος (2ος αι. π.Χ.). Στωικός φιλόσοφος και μαθηματικός. Ήταν μαθητής του Αντίπατρου του Ταρσέα.
11. Δ. ο ΣκυτεύςΣκυτοβραχίων (2ος-1ος αι. π.Χ.). Ποιητής και μυθογράφος. Καταγόταν από τη Μυτιλήνη και έζησε στην Αλεξάνδρεια. Σύμφωνα με το λεξικό Σούδα, έγραψε διάφορα έργα με μυθολογικό περιεχόμενο. Σε αυτόν αποδίδεται και το έργο Μυθικά προς Παρμένοντα. Ορισμένοι τον ταυτίζουν με τον Δ. από τη Μίλητο, συγγραφέα των Τρωικών και των ΑργοναυτώνΑργοναυτικών. Το έργο του Δ. χρησίμευσε ως ιστορική πηγή στον Διόδωρο τον Σικελιώτη, ο οποίος μάλιστα σημείωσε ότι o Δ. ανέγραφε πάντοτε με επιμέλεια τις πηγές που χρησιμοποιούσε.
12. Ζωγράφος (1ος αι. π.Χ.). Έζησε και εργάστηκε στη Ρώμη. Του απέδωσαν το προσωνύμιο ανθρωπογράφος, επειδή ασχολήθηκε κυρίως με προσωπογραφίες.
13. Δ. ο Θραξ (1ος αι. π.Χ.). Αλεξανδρινός γραμματικός και κριτικός, που καταγόταν από τη Θράκη. Ήταν μαθητής του Αρίσταρχου, δάσκαλος στη Ρόδο (μεταξύ των μαθητών του ήταν και ο Τυραννίων), ζωγράφος και χαράκτης. Ασχολήθηκε με τη συγγραφή ερμηνευτικών σχολίων στον Όμηρο, αλλά το πιο γνωστό του έργο ήταν η Τέχνη Γραμματική, η πρώτη συστηματική έκθεση για την οργάνωση της γλώσσας, που αποτέλεσε βάση κάθε μεταγενέστερης γραμματικής και συντακτικού. Στο μικρό αυτό έργο, πυκνό και σύντομο, χαρακτηριστικό της στωικής γραμματικής τέχνης, πραγματευόταν αρχικά τα πιο απλά στοιχεία της γλώσσας, συνέχιζε με τα πιο σύνθετα και κατέληγε στα μέρη του λόγου. Στο πρώτο μέρος επεξεργαζόταν τα στωικά σε σχέση με τα αλεξανδρινά στοιχεία και προχωρούσε στον ορισμό της γραμματικής ως εφαρμοσμένης φιλολογίας και στη διαίρεσή της σε έξι μέρη: ανάγνωση με προσεκτική προφορά· ερμηνεία των κειμένων με ποιητικές εικόνες· οι λέξεις και τα πράγματα· η ετυμολογία· η αναλογία· η κριτική.
14. Αθηναίος γλύπτης (1ος αι. π.Χ.). Ανήκε στην περίφημη καλλιτεχνική οικογένεια του Πολυκλή. Ένα άγαλμά του, που παρίστανε τον Ρωμαίο Γάιο Οφέλιο, βρέθηκε στη Δήλο το 1880 κατά τις ανασκαφές του Ομόλ. Επρόκειτο για ανάθημα των Ιταλών ύψους 2,43 μ. Δικό του έργο ήταν επίσης και το άγαλμα του Καικίλιου Μέτελου, που τοποθετήθηκε μετά τη νίκη του τελευταίου στη Μακεδονία (149 π.Χ.) στον ναό του Στησίου Διός και της Ήρας, στο πεδίο του Άρεως. Τέλος, δύο αγάλματα που παρίσταναν την Ήρα και ήταν έργα του Δ. και του Πολυκλή υπήρχαν στο ιερό της Ήρας στην οκταβιανή στοά.
15. Δ. ο Φασηλίτης (1ος αι. π.Χ.). Γραμματικός. Έγραψε το έργο Περί ποιητών.
16. Δ. ο Στωικός (1ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος. Αναφέρεται από τον Κικέρωνα. Διάνθιζε με στίχους τα μαθηματικά του συγγράμματα.
17. Δ. ο Τρύφωνος (1ος; αι. π.Χ.). Γραμματικός. Ήταν γιος του Τρύφωνα του Γραμματικού. Έζησε στην εποχή του Αυγούστου.
18. Δ. ο Αλικαρνασσεύς (1ος αι. π.Χ. – 1ος αι. μ.Χ.). Ιστορικός και κριτικός. Βλ. λ. Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς.
19. Δ. ο Αρεοπαγίτης (1ος αι. μ.Χ.). Αθηναίος αρεοπαγίτης που ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Βλ. λ. Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης.
20. Δ. ο Γλύπτης (1ος αι. μ.Χ.). Αθηναίος γλύπτης. Ήταν γιος του Απολλώνιου. Κατασκεύασε το άγαλμα της Αγριππίνας της Νεότερης, που τοποθετήθηκε στην Ολυμπία.
21. Δ. ο Μιλήσιος (1ος αι. μ.Χ.). Σοφιστής. Ήταν οπαδός του Ισαίου και ευνοούμενος του Αδριανού. Πέθανε και ενταφιάστηκε στην Έφεσο.
22. Δ. ο Αλικαρνασσεύς (1ος αι. μ.Χ.). Σοφιστής. Έζησε στα χρόνια του Αδριανού και ασχολήθηκε με τη μουσική. Ήταν απόγονος του ομώνυμου ιστορικού και ρήτορα. Έγραψε τα έργα Μουσική ιστορία, Μουσικαί διατριβαί κ.ά, που διασώθηκαν μόνο σε αποσπάσματα.
23. Δ. ο Περιηγητής ή Χαρακηνός (2ος αι. μ.Χ.). Γεωγράφος. Έγραψε το έργο Οικουμένης περιήγησις σε 1.187 εξάμετρους στίχους, το οποίο αποτελούσε μια γεωγραφία του τότε γνωστού κόσμου. Οι πληροφορίες γύρω από την καταγωγή και το πρόσωπό του είναι αβέβαιες και συγκεχυμένες. Έτσι, στο Σούδα αναφέρεται ότι έργο με τίτλο Οικουμένης περιήγησις έγραψε και o Δ. o Μουδώνιος ή Ρόδιος ή Σάμιος, ο Δ. ο Μιλήσιος καθώς επίσης και ο Δ. ο Κορίνθιος. Επίσης, εκτός από τον Χάρακα του περσικού κόλπου, ως πιθανοί τόποι καταγωγής του θεωρούνται η Βιθυνία και η Λιβύη. H Περιήγησις, που είναι γραμμένη με βάση το γεωγραφικό σύστημα του Ερατοσθένη, σχολιάστηκε κατά τον 4ο και 5o αι. και παραφράστηκε στα ελληνικά από τον Ευστάθιο τον Θεσσαλονικέα. Υπάρχουν επίσης δύο παραφράσεις της στα λατινικά που έγιναν από τον Ρούφι Φέστι Αβιένι και από τον Πρισιάνι.
IV
Όνομα ιεραρχών και μοναχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Επίσκοπος Κορίνθου (; – 190 μ.Χ.). Υπήρξε θερμός υποστηρικτής της δογματικής ορθοδοξίας. Έγραψε αρκετές καθολικές επιστολές προς διάφορες εκκλησιαστικές κοινότητες, κυρίως εναντίον των δογματικών παρεκκλίσεων. Αποσπάσματά τους διασώθηκαν από τον Ευσέβιο. Διετέλεσε επίσκοπος Κορίνθου στο διάστημα από το 172 έως το 182. O Δ. τιμάται ως μάρτυρας από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 8 Απριλίου και ως ομολογητής από τους Καθολικούς στις 29 Νοεμβρίου.
2. Δ. ο Μπαρ Σαλίμπι (12ος αι.). Επίσκοπος Αμίδης (1166-71). Καταγόταν από τη Μελιτηνή της Μικρής Αρμενίας και είχε ελληνική μόρφωση. Διετέλεσε και επίσκοπος Μαράς (1154-66). Το συγγραφικό έργο του περιλαμβάνει κυρίως ερμηνευτικά συγγράμματα της Αγίας Γραφής, γραμμένα στην ελληνική.
3. Μοναχός (14ος αι.). Έγραψε το θεολογικό έργο Όργανον πνευματικής σοφίας.
4. Αρχιεπίσκοπος Σάρδεων (15ος αι.). Στην παρέμβασή του οφείλεται η συμφιλίωση των αδελφών Κωνσταντίνου και Θεόδωρου Παλαιολόγου το 1437. Το 1438 ακολούθησε τον αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγο και τον πατριάρχη Ιωσήφ στη Φλωρεντία, όπου πήρε ενεργό μέρος στις διαπραγματεύσεις για την ένωση των Εκκλησιών, της οποίας υπήρξε θερμός υποστηρικτής.
5. Δ.ΚατηλιανόςΚατηλάνος (Ζάκυνθος 1540 – Κύθηρα 1630). Επίσκοπος Κυθήρων (1602-30). Πριν καταλάβει την επισκοπική έδρα ήταν εφημέριος της ελληνικής κοινότητας της Βενετίας (1588-1602). Έγραψε πολλές επιστολές και δύο πολεμικές με τίτλους Κατά σχολαστικής θεολογίας και Κατά απεριέργου φιλοσοφίας.
6. Δ. ο εν Ολύμπω (16ος αι.). Μοναχός. Καταγόταν από το χωριό Σλάτεινα της Θεσσαλίας. Σε νεαρή ηλικία μόνασε σε μοναστήρι των Μετεώρων. Αργότερα πήγε στο Άγιον Όρος, όπου χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος. Ήρθε όμως σε ρήξη με Βούλγαρους μοναχούς και κατέφυγε στη Βέροια και από εκεί στα Ιεροσόλυμα (1526). Αργότερα ίδρυσε μονή στον Όλυμπο, όπου και τάφηκε, και στη Μακρινίτσα Πηλίου. Η Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο. H μνήμη του τιμάται στις 24 Ιανουαρίου.
7. Δ. ο Ρήτωρ (τέλη 16ου – αρχές 17ου αι.). Μοναχός. Πολλά κείμενά του σώζονται σε κώδικες του Αγίου Όρους.
8. Δ. Ράλλης (τέλη 16ου – αρχές 17ου αι.). Αρχιεπίσκοπος Τιρνόβου και πάσης Βουλγαρίας. Καταγόταν από τον βυζαντινό οίκο των Παλαιολόγων. To 1592 πήγε στη Ρωσία ως μέλος της αντιπροσωπείας που μετέφερε το επικυρωτικό γράμμα της Συνόδου για τη χειροτονία του Ρώσου πατριάρχη Ιώβ. Εκεί μυήθηκε στο επαναστατικό κίνημα του Γάλλου δούκα Νεβέρ (1611).
9. Μητροπολίτης Λαρίσης (μέσα 17ου αι.).
10. Δ. ο Ιβηρίτης(17ος αι.). Μοναχός. Ήταν βλάχικης καταγωγής. Διετέλεσε ηγούμενος του μετοχίου της μονής των Ιβήρων στη Μόσχα. Έγραψε το έργο Ιστορία, ήτοι διήγησις περί της αρχής των Ρώσων.
11. Επίσκοπος Άργους και Ναυπλίας (17ος αι.). Ήταν μαθητής του Κορυδαλλέα και θεωρείται ένας από τους Διδάσκαλους του Γένους.
12. Δ. ο Ζαγοραίος (18ος αι.). Μοναχός. Έζησε στο νησί Πιπέρι, κοντά στο Άγιον Όρος. Μετέφρασε στη δημοτική τα έργα του Αγίου Συμεών του Νέου.
13. Δ. ο Πάριος (18ος αι.). Μοναχός. Διετέλεσε ηγούμενος της μονής των Ιβήρων. Με τη φροντίδα του τυπώθηκε το 1720 βιβλίο με κείμενα του Εφραίμ του Σύρου, μεταγλωττισμένα στην απλοελληνική.
14. Δ. Κόνταρης (18ος αι.). Επίσκοπος Λευκάδας και Αγίας Μαύρας. Κείμενό του για τον βίο του αγίου Σπυρίδωνα τυπώθηκε στη Βενετία το 1747.
15. Δ. o Καΐρης Α’ (18ος αι.). Αρχιεπίσκοπος Άνδρου (1719-48). Σε ενέργειές του οφείλεται η άρση της απαγόρευσης των μεικτών γάμων μεταξύ ορθοδόξων και καθολικών.
16. Επίσκοπος Πλαταμώνα (; – 1793). Υπήρξε μαθητής του Ευγένιου Βούλγαρη στην Αθωνιάδα ακαδημία και ένας από τους πιο αξιόλογους Έλληνες κληρικούς του 18ου αι. Έγραψε εκκλησιαστικούς λόγους και επιστολές. Σε πρωτοβουλία του οφείλεται η ίδρυση της σχολής των Αμπελακίων. Κατείχε την επισκοπική έδρα από το 1763 έως το 1793.
17. Δ. Κουζάνος (18ος αι.). Αρχιεπίσκοπος Χαλδίας από το 1765. Έγραψε μια ιστορική μελέτη για τη μονή Σουμελά του Πόντου καθώς και την ακολουθία των αγίων Βαρνάβα και Σωφρονίου, η οποία εκδόθηκε στο Βουκουρέστι (1769).
18. Δ. Λούπος (18ος – 19ος αι.). Μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας (αρχές 19ου αι.). Σπούδασε σε ελληνικά σχολεία στο Βουκουρέστι και στην Κωνσταντινούπολη και υπήρξε ο πρώτος Ρουμάνος κληρικός, o οποίος, με τη βοήθεια του ηγεμόνα της Βλαχίας Αλέξανδρου Σούτσου, έγινε μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας. Υπήρξε αμείλικτος εχθρός κάθε επαναστατικής κίνησης, κατήγγειλε στον προστάτη του Αλέξανδρο Σούτσο τη δραστηριότητα του Γρηγορίου Δικαίου-Παπαφλέσσα και, μετά την αποτυχία του κινήματος του Υψηλάντη, κατεδίωξε το ελληνικό στοιχείο της Βλαχίας.
19. Δ. ο Καλλιάρχης (; – Κωνσταντινούπολη 1821). Μητροπολίτης Εφέσου. Ίδρυσε σχολεία στην Έφεσο και στην προηγούμενη μητροπολιτική του έδρα, τη Λάρισα, καθώς και σχολή μουσικής στην Κωνσταντινούπολη. Επέδειξε, επίσης, σημαντική δραστηριότητα για την προστασία των κατά καιρούς κατατρεγμένων χριστιανών. Απαγχονίστηκε ενώ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, αμέσως μετά τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε’.
20. Δ. Β’ (; – Τήνος 1822). Μητροπολίτης Αθηνών (1820-22). Ήταν ανιψιός του πατριάρχη Γρηγόριου Ε’. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, ήταν όμως σκεπτικιστής σχετικά με τη δυνατότητα επιτυχίας του επαναστατικού κινήματος. Ωστόσο, όταν ξέσπασε η Επανάσταση, o Δ. Β’, μαζί με τον Ταλαντίου Νεόφυτο και τον Σαλώνων Ησαΐα, ευλόγησε τα όπλα των επαναστατών της Βοιωτίας την 1η Απριλίου 1821 και αργότερα πήρε μέρος στην πολιορκία της Ακρόπολης της Αθήνας. Με το κύρος της προσωπικότητάς του κατόρθωσε να επιβάλει την αρχηγία του Πελοποννήσιου Νικηταρά Σταματελόπουλου στους Αθηναίους οπλαρχηγούς που φιλονικούσαν.
21. Δ. Παρδαλός (Κωνσταντινούπολη 1787 – Κυνουρία 1852). Επίσκοπος Ρέοντος και Πραστών (1812-33) και κατόπιν Κυνουρίας, έως τον θάνατό του. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1820, αλλά υποχρεώθηκε να συνυπογράψει τον αφορισμό του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Κατόπιν στάλθηκε στην Πελοπόννησο με αποστολή να κατασιγάσει με υποσχέσεις αμνηστίας τον επαναστατικό αναβρασμό που επικρατούσε εκεί. Στην Πελοπόννησο, όμως, προσχώρησε στο επαναστατικό κίνημα, στο οποίο συμμετείχε τόσο ως αντιπρόσωπος της Κυνουρίας στις διάφορες συνελεύσεις όσο και με προσωπική πολεμική δράση. Μετά την απελευθέρωση αντιτάχθηκε στην ίδρυση αυτοκέφαλης ελληνικής Εκκλησίας, αλλά τελικά αναγκάστηκε να ευθυγραμμιστεί με τις κυβερνητικές απόψεις. To 1833, με τη νέα διαίρεση των επισκοπών, ονομάστηκε επίσκοπος Κυνουρίας και στη συνέχεια διετέλεσε πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου (1835-40). Από τη θέση αυτή και υπό την επιρροή του Κωνσταντίνου Οικονόμου εξ Οικονόμων καταπολέμησε με φανατισμό τις ιδέες του Θεόφιλου Καΐρη και συνέβαλε αποφασιστικά στη σύλληψη και στην εξορία του τελευταίου το 1839.
22. Επίσκοπος Μενδενίτσης (ή Βοδονίτσας) (18ος-19ος αι.). Στην Επανάσταση υπήρξε, μαζί με τον Ταλαντίου Νεόφυτο και τον Θεόδωρο Νέγρη, ένας από τους ιδρυτές του Αρείου Πάγου της ανατολικής Στερεάς.
23. Δ. Λάτας (1835 – 1894). Αρχιεπίσκοπος Ζακύνθου (1884-94). Καταγόταν από πολύ φτωχή οικογένεια, αλλά κατόρθωσε να σπουδάσει στη θεολογική σχολή των Ιεροσολύμων και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ αργότερα, με τη βοήθεια φίλων του και υποτροφία της ελληνικής κυβέρνησης, παρακολούθησε μαθήματα σε διάφορα πανεπιστήμια της Ευρώπης. Όταν έγινε αρχιεπίσκοπος, ανακαίνισε τον μητροπολιτικό ναό της Ζακύνθου και ίδρυσε σχολή εκκλησιαστικής μουσικής, εκσυγχρονίζοντας ταυτόχρονα το εκκλησιαστικό τελετουργικό. Πήρε μέρος σε πολλά διεθνή εκκλησιαστικά συνέδρια και άφησε σημαντικό συγγραφικό έργο. Σε αυτό περιλαμβάνονται τα έργα Χριστιανική αρχαιολογία (1883), Πραγματεία περί των κατά τους χρόνους ημών αθεϊστικών ιδεών, Περί της γυναικείας μονής και του μητροπολιτικού ναού Ζακύνθου κ.ά. Μετά τον θάνατό του εκδόθηκαν τα Άπαντά του σε δύο τόμους (1912-14), τα οποία περιέχουν τους λόγους του. Από το 1881 έως το 1889 διηύθυνε την εκκλησιαστική εφημερίδα Σιών, της οποίας ήταν και εκδότης.
24. Δ.Καστρινογιαννάκης (; – 1910). Επίσκοπος Ρεθύμνης. Σπούδασε στη θεολογική σχολή του Σταυρού. Ήταν ο πρώτος που ευλόγησε τη σημαία της αυτονομίας της Κρήτης στο Αρκάδι (1897). Ένας λόγος του για το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου δημοσιεύτηκε στον Νουμά (τόμ. H’, σ. 1-3, 1910).
25. Δ.Πλαίσας (Ζάκυνθος 1852 – 1933). Αρχιεπίσκοπος Ζακύνθου (1894-1933). Διετέλεσε και υφηγητής της θεολογικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1886).
26. Μητροπολίτης Βαρσοβίας (Μούρορ 1874 – Βαρσοβία 1960). Κατείχε τη θέση του μητροπολίτη από το 1923 έως τον θάνατό του. Από τα έργα του σημαντικότερα είναι: Λεξικό χριστιανικής αρχαιολογίας και τέχνης και Χριστιανισμός και Τέχνη.
27. Κωνσταντίνος Χαραλάμπους (Αβτζιλάρ Μικράς Ασίας 1907 – 1970). Μητροπολίτης Τρίκκης και Σταγών (1958-70). Διετέλεσε και μητροπολίτης Λήμνου (1951-58). Έγραψε αρκετά βιβλία και μελέτες: Συμπληρωματικός κατάλογος χειρογράφων ιεράς μονής Λειμώνος (1947), Κύπρος, Άγιοι Τόποι (1962), Άγιος Στέφανος-Μετέωρα (1962) κ.ά.
28. Χαραλάμπης Σακάτης (Πρίγκηπος Κωνσταντινουπόλεως 1946 –). Επίσκοπος Συνάδων (1996-). Μετά την αποφοίτησή του από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Χάλκης (1971). Υπηρέτησε ως αρχιδιάκονος και ιεροκήρυκας στην επαρχία Πριγκιποννήσων και από το 1989, οπότε χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, ανέλαβε καθήκοντα στην πατριαρχική αυλή ως μέγας αρχιμανδρίτης της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας.
V
Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως.
1. Δ. Α’ (Δημητσάνα 1410; – Δράμα 1492). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1467-71 και 1488-90). Ήταν μαθητής του Μάρκου Ευγενικού. Κατά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης συνελήφθη αιχμάλωτος. Αργότερα έγινε μητροπολίτης Φιλιππούπολης. Η άνοδός του στον πατριαρχικό θρόνο οφείλεται στη χριστιανή μητριά του, που έστειλε αξιόλογο χρηματικό ποσό στον Μωάμεθ Β’ για να επιτύχει τον διορισμό του ευνοούμενού της ως πατριάρχη. Έτσι καθιερώθηκε το λεγόμενο πεσκέσι, η προσφορά δηλαδή ορισμένου ποσού στην Πύλη από κάθε νεοεκλεγμένο πατριάρχη. Μετά τις δύο παραιτήσεις του από τον θρόνο, ο Δ. Α’ αποσύρθηκε στη μονή Κοσινίτσας κοντά στη Δράμα, όπου και πέθανε. Στη μονή φυλάσσονται τα λείψανά του.
2. Δ. Β’ (16ος αι.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1546-55). Καταγόταν από τον Γαλατά της Κωνσταντινούπολης. Υπηρέτησε ως μητροπολίτης Νικομήδειας. Η πρωτοβουλία του να στείλει τον Μητροφάνη Καισαρείας στην Ιταλία για να συγκεντρώσει συνδρομές για το πατριαρχείο προκάλεσε την υποψία των αντιπάλων του, οι οποίοι θεώρησαν ότι o Δ. Β’ επεδίωκε επαφή με τον πάπα, γεγονός που ξεσήκωσε βίαιες αντιδράσεις εναντίον του.
3. Δ. Γ’ ο Βαρδαλής (Άνδρος ; – Άγιον Όρος 1692). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1662-65). Ήταν πλούσιος λόγιος και είχε χρηματίσει μητροπολίτης Λαρίσης. Μετά την καθαίρεσή του από τον πατριαρχικό θρόνο, ταξίδεψε στα Ιεροσόλυμα και κατέληξε στη μονή της Λαύρας του Αγίου Όρους, όπου και πέθανε.
4. Δ. Δ’ (Κωνσταντινούπολη ; – Βουκουρέστι 1696). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1671-73, 1676-79, 1682-84, 1686-87, 1693-94). Καταγόταν από την οικογένεια των Κομνηνών. Από τους χρονογράφους της εποχής μνημονεύεται και με τα παρωνύμια ΜουσελίμηςΣερογλάνης. Όλες σχεδόν οι πατριαρχίες του τελείωσαν βίαια, με καθαιρέσεις, εξορίες και φυλακίσεις από τις τουρκικές αρχές. Στις ενδιάμεσες περιόδους ο Δ. Δ’ συνήθως κατέφευγε στις αυλές των ηγεμόνων της Ουγγροβλαχίας, όπου και πέθανε. Ήταν λόγιος και δραστήριος πατριάρχης. Χάρισε την αξιόλογη βιβλιοθήκη του στη μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους.
5. Δ. Ε’, Χαριτωνίδης (Αδριανούπολη 1820 – 1891). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1887-91). Προϋπηρέτησε ως μητροπολίτης Διδυμοτείχου, Αδριανουπόλεως και Νικαίας. Κατά τη σύντομη πατριαρχία του ήρθε σε ρήξη με τον σουλτάνο εξαιτίας των προσπαθειών της τουρκικής κυβέρνησης να περιορίσει τα προνόμια του πατριαρχείου. O Δ. Ε’ κήρυξε τότε την Εκκλησία σε διωγμό και διέταξε να κλείσουν όλοι οι ορθόδοξοι ναοί της Τουρκίας (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1890). Τελικά, υπό την πίεση της διεθνούς κοινής γνώμης και με την παρέμβαση της Ρωσίας, η Πύλη υποχώρησε.
VI
Όνομα μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
1.Ιωάννης Λαδόπουλος (Καστέλι Χανίων 1929 –). Μητροπολίτης Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Θεσσαλονίκης (1974-). Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Χάλκης. Το 1955 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1960 πρεσβύτερος. Έγινε μοναχός στην μονή Αγίου Διονυσίου Ολύμπου και στη συνέχεια υπηρέτησε διαδοχικά ως διάκονος στην μητρόπολη Κίτρους, ως κωδικογράφος στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και ως ιεροκήρυκας και προϊστάμενος στον ιερό ναό Θείας Ανάληψης Κατερίνης, όπου δίδαξε και στο τοπικό ανώτερο εκκλησιαστικό φροντιστήριο. Ως μητροπολίτης της μητρόπολης Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως έχει αναπτύξει σημαντική και αξιόλογη πνευματική, κοινωνική και φιλανθρωπική δράση. Ειδικότερα, έχει ιδρύσει ιδιωτικό γηροκομείο στην Κατερίνη και είναι πρόεδρος του κρατικού οίκου ευγηρίας Άγιος Παντελεήμων και του ιδρύματος νεότητας. Τέλος, έχει λάβει πλήθος τιμητικών διακρίσεων, σπουδαιότερες από τις οποίες είναι τα παράσημα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των πατριαρχείων Ιεροσολύμων, Βουλγαρίας κ.ά.
2. Κυράτσος (Αρναία Χαλκιδικής 1923 –). Μητροπολίτης Δράμας (1965-). Σπούδασε στη θεολογική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, της οποίας αναγορεύτηκε διδάκτορας το 1993. Έγινε μοναχός στην μονή Κουτλουμουσίου Αγίου Όρους και στη συνέχεια χειροτονήθηκε διαδοχικά διάκονος (1945) και πρεσβύτερος (1950). Υπηρέτησε ως ιεροκήρυκας και πρωτοσύγκελος στις μητροπόλεις Αρναίας (1945-51) και Εδέσσης (1951-65). Από τη θέση του μητροπολίτη Δράμας έχει αναπτύξει έντονη πνευματική, κοινωνική και φιλανθρωπική δράση. Συγκεκριμένα, από το 1965 έχουν ανεγερθεί στη μητροπολιτική του περιφέρεια περισσότεροι από 100 ναοί, ιδρύθηκαν ευαγή ιδρύματα (οικοτροφεία, κατασκηνώσεις κ.ά.), βιβλιοθήκη, μουσείο εκκλησιαστικής τέχνης κλπ. Παράλληλα έχει πλούσια συγγραφική δραστηριότητα (πάνω από 100 βιβλία). Έχει λάβει πολλές τιμητικές διακρίσεις: παράσημα των πατριαρχείων Αντιοχείας (ανώτερος ταξιάρχης), Αλεξανδρείας και Ρωσίας, μετάλλιο του πατριαρχείου Ρουμανίας, χρυσά και άλλα μετάλλια της Ελλαδικής Εκκλησίας κ.ά.
3. Νικόλαος Μπαϊρακτάρης (Καλημεριάνοι Ευβοίας 1928 –). Μητροπολίτης Χίου, Ψαρών και Οινουσσών (1979-). Σπούδασε στη θεολογική και στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1952 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1960 πρεσβύτερος. Υπηρέτησε ως αρχιδιάκονος στον ιερό μητροπολιτικό ναό Αθηνών (1952-60) και στο πολεμικό ναυτικό (1960-78), διετέλεσε καθηγητής σε σχολές υπαξιωματικών και γενικός διευθυντής θρησκευτικού των ενόπλων δυνάμεων. Ως μητροπολίτης Χίου, Ψαρών και Οινουσσών έχει αναπτύξει σημαντικό πνευματικό, κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο. Διετέλεσε τοποτηρητής στις ιερές μητροπόλεις Μυτιλήνης, Ερεσού, Πλωμαρίου και Σάμου, Ικαρίας και Κορσεών, όπου ανέπτυξε εξίσου αξιόλογο ποιμαντικό έργο. Εκτός των άλλων προεδρεύει της εκκλησιαστικής στέγης, δύο ιδρυμάτων υποτροφιών, του Οίκου Αγάπης, της φιλόπτωχης αδελφότητας Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων κ.ά. Άρθρα και μελέτες του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Έργα του είναι: Θαλάσσιες αύρες, Επίκαιρα θέματα (1972) κ.ά. Έλαβε πολλές τιμητικές διακρίσεις, μεταξύ των οποίων στρατιωτικά μετάλλια, διακρίσεις από τους πατριάρχες Αντιοχείας, Ιεροσολύμων κλπ.
4. Ψιάχας (Χαλκηδόνα 1916 –). Μητροπολίτης Νέας Ζηλανδίας, υπέρτιμος και έξαρχος Κορέας και Ιαπωνίας (1970-). Σπούδασε στην πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή και στη Θεολογική Σχολή Χάλκης (1941). Το 1941 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1944 πρεσβύτερος. Υπηρέτησε για μεγάλο χρονικό διάστημα ως εφημέριος στον καθεδρικό ιερό ναό Αγίας Σοφίας του Λονδίνου (1947-56). Το 1956 εξελέγη βοηθός επίσκοπος Ναζιανζού από την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Είναι ο πρώτος μητροπολίτης που εξελέγη στη μητρόπολη Νέας Ζηλανδίας (έδρα Γουέλιγκτον), απ’ όπου έχει αναπτύξει σημαντικό οργανωτικό, πνευματικό, κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο. Στο έργο του συνεπικουρείται από τον βοηθό επίσκοπο Ζήλων.
VII
(3ος αι. μ.Χ.). Πάπας της Ρώμης (259-268) και άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Ήταν ενάρετος και εξαιρετικά μορφωμένος και συνδεόταν φιλικά με τον Διονύσιο τον Αλεξανδρείας. Έγραψε το περίφημο έργο Ανατροπή, στο οποίο καταδίκαζε τις δοξασίες του αιρετικού Σαβέλλιου και διατύπωνε με ενάργεια το δόγμα για την αιώνια γέννηση, το ομοούσιο και το τρισυπόστατο του Ιησού Χριστού. Επίσης, έγραψε παραμυθητική επιστολή προς τις εκκλησίες της Καππαδοκίας, που υπήρχε στα αρχεία της Καισαρείας έως την εποχή του Μεγάλου Βασιλείου, ο οποίος την είχε χαρακτηρίσει ως «υγιούς πίστεως μαρτυρία και της ανεπηρεάστου ομονοίας και συμπνοίας απόδειξιν έχουσα». Η Καθολική Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο 70 χρόνια μετά τον θάνατό του και όρισε να τιμάται η μνήμη του στις 26 Δεκεμβρίου.
* * *
διονύσιος, -α, -ον (Α)
βλ. Διονύσια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Διονύσιος — of Dionysus masc nom sg Διονύσιος of Dionysus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διονύσιος, άγιος — (Ζάκυνθος 1547 – 1622). Πολιούχος της Ζακύνθου και αρχιεπίσκοπος Αίγινας. Καταγόταν από την ευγενή οικογένεια των Σιγούρων και ονομαζόταν Δραγανίγος. Σε νεαρή ηλικία έγινε μοναχός στη μονή των Στροφάδων, αλλά έμεινε μόνιμα στη μονή της… …   Dictionary of Greek

  • Διονύσιος εκ Φουρνά — (Φουρνά Αγράφων 1670; – 1744). Μοναχός και ζωγράφος. Είναι γνωστός κυρίως από το βιβλίο του Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης. Από τον βιογράφο του, Θεοφάνη Αγράφων, γνωρίζουμε ότι o Δ. πήγε στο Άγιον Όρος σε ηλικία 16 ετών, έγινε μοναχός και… …   Dictionary of Greek

  • Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς — (τέλη 1ου αι. π.Χ. – αρχές 1ου αι. μ.Χ.). Ιστορικός και κριτικός. Έζησε στη Ρώμη, σε έναν φιλολογικό κύκλο που υποστήριζε τον αττικισμό, δηλαδή την καθαρολογία και την τυπική σοβαρότητα του ύφους. Υπήρξε ηθικολόγος στην αξιολόγηση του… …   Dictionary of Greek

  • Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης — (1ος αι. μ.Χ.). Αθηναίος, μέλος του Αρείου Πάγου. Μετά το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου στον Άρειο Πάγο, έγινε χριστιανός και φέρεται ως ο πρώτος επίσκοπος Αθηνών. Ο Δ. μαρτύρησε στην εποχή του Δομιτιανού. Είναι πολιούχος της Αθήνας και η μνήμη… …   Dictionary of Greek

  • Διονύσιος ο Μέγας — (; – 295 μ.Χ.). Θεολόγος και επίσκοπος Αλεξανδρείας. Ήταν μαθητής του Ωριγένη. To 231 ορίστηκε επικεφαλής της κατηχητικής σχολής της Αλεξάνδρειας και το 247 προχειρίσθηκε σε επίσκοπο της πόλης. Καταδιώχθηκε στους δύο μεγάλους διωγμούς της εποχής… …   Dictionary of Greek

  • Διονύσιος ο Μικρός — (Σκυθία ; – Ρώμη 540; μ.Χ.). Εκκλησιαστικός συγγραφέας. Εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου και έδρασε, περίπου το 500. Ο ίδιος αποκαλούσε τον εαυτό του «Μικρόν» και έτσι έμεινε γνωστός (Exiguus). Ασχολήθηκε κυρίως με μεταφράσεις ελληνικών βιβλίων στη… …   Dictionary of Greek

  • Διονύσιος ο Φιλόσοφος ή Σκυλόσοφος — (Παραμυθιά; 1540; – Ιωάννινα 1611). Μητροπολίτης Λαρίσης και εθνομάρτυρας. Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες για την καταγωγή και για τα νεανικά του χρόνια. Εκτιμάται πάντως ότι σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική στην Ιταλία. Αργότερα βρέθηκε στην… …   Dictionary of Greek

  • Αιγινήτης, Διονύσιος — (Αίγινα 1821 1884). Γιατρός και εθνικός ευεργέτης. Το πραγματικό του όνομα ήταν Διονύσιος Παναγιώτου Χατζής. Το Α. αποτελούσε προσωνύμιο λόγω της γενέτειράς του. Τη στοιχειώδη και μέση του μαθητεία έκανε, αντίστοιχα, στην Αίγινα, με δάσκαλο τον… …   Dictionary of Greek

  • Βούρβαχης, Διονύσιος — (Κεφαλονιά 1787 – Αττική 1827). Αγωνιστής του 1821. Σπούδασε αξιωματικός στη Γαλλία και υπηρέτησε στον στρατό της φτάνοντας έως τον βαθμό του συνταγματάρχη. Το 1826 ήρθε στην Ελλάδα για να πάρει μέρος στον Αγώνα επικεφαλής σώματος από 800 μαχητές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”